ὀρειάς

ὀρειάς
ὀρει-άς, άδος, , ([etym.] ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος,
A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.).
II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορειάς — η (Α ὀρειάς, άδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν αρχ. ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» βράχος τού βουνού, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Ὀρείας — Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem acc pl Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείας — ὀρείᾱς , ὄρειος of fem acc pl ὀρείᾱς , ὄρειος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδα — ὀρειάς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδες — ὀρειάς of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδι — ὀρειάς of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδος — ὀρειάς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσι — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσιν — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”